- ἐφεδρήσσουσα
- ἐφεδρήσσωsit uponpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)ἐφεδρήσσωsit uponpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφεδρήσσω — ἐφεδρήσσω (ΑΜ) [εφέδρα] (ποιητ. τ. τού ἐφεδράζω) μσν. ηρεμώ πάνω σε κάτι αρχ. 1. κάθομαι πάνω σε κάτι («ἅρμασι μιμηλοῑσιν ἐφεδρήσσουσα λεόντων», Νόνν.) 2. κάθομαι κοντά σε κάτι, παρακάθημαι … Dictionary of Greek